αληθινος

αληθινος
    ἀληθινός
    ἀληθῐνός
    дор. ἀλᾱθῐνός 3
    1) истинный, подлинный, настоящий
    

(στράτευμα Xen.; σοφία Plat.; φίλος Dem.; ἀνήρ Theocr.)

    2) несомненный, (досто)верный
    

(μαρτυρία Dem.; νίκη Plut.)

    3) правдивый, искренний
    

(εὔνοια, δάκρυον Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αληθινος" в других словарях:

  • ἀληθινός — agreeable to truth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αληθινός — ή, ό (AM ἀληθινός, ή, όν) 1. ο σύμφωνος με την αλήθεια, αψευδής, ακριβής, πραγματικός 2. (για πρόσωπα ή αφηρημένες έννοιες) φιλαλήθης, ειλικρινής, ανυστερόβουλος, αξιόπιστος 3. (για πρόσωπα) ευθύς, σωστός, αρμοστός 4. (για πράγματα) πραγματικός,… …   Dictionary of Greek

  • αληθινός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο σύμφωνος με την πραγματικότητα: Η είδηση ήταν αληθινή. 2. ειλικρινής, τίμιος, γνήσιος: Έτσι έδειξε πως είναι φίλος αληθινός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀληθινά — ἀληθινός agreeable to truth neut nom/voc/acc pl ἀληθινά̱ , ἀληθινός agreeable to truth fem nom/voc/acc dual ἀληθινά̱ , ἀληθινός agreeable to truth fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθινώτερον — ἀληθινός agreeable to truth adverbial comp ἀληθινός agreeable to truth masc acc comp sg ἀληθινός agreeable to truth neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθινῶν — ἀληθινός agreeable to truth fem gen pl ἀληθινός agreeable to truth masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθινόν — ἀληθινός agreeable to truth masc acc sg ἀληθινός agreeable to truth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθινώτατα — ἀληθινός agreeable to truth adverbial superl ἀληθινός agreeable to truth neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθινώτατον — ἀληθινός agreeable to truth masc acc superl sg ἀληθινός agreeable to truth neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθιναῖς — ἀληθινός agreeable to truth fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθιναί — ἀληθινός agreeable to truth fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»